- εξεικόνιση
- [-ις (-εως)] η , εξεικόνισμός ο1) изображение, отображение; 2) описание, рассказ; иллюстрация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξεικόνιση — η (Μ ἐξεικόνισις και ἐξεικόνησις) [εξεικονίζω] απεικόνιση, ακριβής αναπαράσταση ή περιγραφή … Dictionary of Greek
εξεικόνιση — η 1. η παράσταση με εικόνα, απεικόνιση. 2. μτφ., πιστή περιγραφή, ζωηρή αφήγηση που αναπαριστά κάτι σαν να φαίνεται ζωγραφιστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
εξεικονισμός — ο η εξεικόνιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερεμιάδα — η 1. θρηνολογία του προφήτη Ιερεμία. 2. μτφ., θρηνολόγημα, απαισιόδοξη εξεικόνιση μιας κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)